νεότευκτος

νεότευκτος
ος , ον недавно сделанный, построенный, изготовленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νεότευκτος" в других словарях:

  • νεότευκτος — newly wrought masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεότευκτος — η, ο (Α νεότευκτος, ον) αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευκτος (< τεύχω… …   Dictionary of Greek

  • νεότευκτον — νεότευκτος newly wrought masc/fem acc sg νεότευκτος newly wrought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτεύκτου — νεότευκτος newly wrought masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτεύκτους — νεότευκτος newly wrought masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτεύκτων — νεότευκτος newly wrought masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοτευχής — νεοτευχής, ές (Α) (ποιητ. τ.) νεότευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο τευχής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»